- μέσακλον
- -ου τό N 2 0-1-0-0-0=1 1 Sm 17,7weaver’s beam, beam of a loom; neol.
Lust (λαγνεία). 2014.
Lust (λαγνεία). 2014.
μέσακλον — μέσακλον, τὸ (Α) το αντί τού αργαλειού («ὁ κοντὸς τοῡ δόρατος αὐτοῡ ὡσεὶ μέσακλον ὑφαινόντων», ΠΔ). [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για τεχνικό όρο, πιθ. δάνειο άγνωστης προέλευσης. Η σύνδεση τού τ. με το επίθ. μέσος οφείλεται σε παρετυμολογία. Η λ.… … Dictionary of Greek
μέσακλον — weaver s beam neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέσακμον — μέσακμον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) μέσακλον* … Dictionary of Greek
μέσατμον — μέσατμον, τὸ (Α) (κατά το λεξ. Σούδα) μέσακλον* … Dictionary of Greek
μεσάντιον — μεσάντιον, τὸ (Α) μέσακλον.* … Dictionary of Greek